πανόραμα

πανόραμα
Μεγάλη εικόνα τοποθετημένη κυκλικά, σ’ όλη την έκταση μιας οικοδομής κατασκευασμένης για τον σκοπό αυτό, ώστε ο θεατής, που βρίσκεται στο κέντρο, να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά στην πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται και για ένα ωραίο τοπίο με απεριόριστο ορίζοντα. Το π. είναι επινόηση του Γερμανού αρχιτέκτονα και ζωγράφου Μπράισινγκ, κατασκευάστηκε όμως για πρώτη φορά στο Εδιμβούργο από τον ιρλανδικής καταγωγής ζωγράφο Ρόμπερτ Μπάρκερ. Το π. αυτό απεικόνιζε τοποθεσίες της σκοτικής πρωτεύουσας. Αργότερα ο Μπάρκερ κατασκεύασε στο Παρίσι π. στα οποία απεικονίζονταν διάφορες μάχες του Ναπολέοντα. Το 1799 το π. βελτιώθηκε από τον Ρόμπερτ Φούλτον (ΗΠΑ). Το αξιολογότερο όμως π. ήταν εκείνο που κατασκευάστηκε το 1878 στο Παρίσι και απεικόνιζε την πολιορκία της πόλης από τους Πρώσους, έργο του Γάλλου ζωγράφου Φιλιπποτεού και του γιου του Παύλου. Περίφημο ήταν και το π. Ο γύρος του κόσμου της Έκθεσης του Παρισιού το 1900, στο οποίο ο θεατής μπορούσε να δει τη Διώρυγα του Σουέζ και τοποθεσίες της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης. Στην Αθήνα, ένα αξιόλογο π. είχε στηθεί στο παναθηναϊκό στάδιο, κοντά στην είσοδό του. Μετά το 1900 το π. άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο διόραμα, τελικά όμως εξαφανίστηκε, με την επικράτηση των κινηματογραφικών προβολών.
* * *
το
1. μεγάλη εικόνα που καταλαμβάνει συνήθως όλο το μήκος τού εσωτερικού τοίχου ενός κυκλικού κτηρίου και φωτίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνα που παριστάνονται σ' αυτήν να φαίνονται σαν πραγματικά αντικείμενα και σαν να βρίσκονται σε ανοιχτό ορίζοντα
2. το κτήριο στο οποίο είναι τοποθετημένη αυτή η εικόνα
3. κατασκεύασμα που μοιάζει με κιβώτιο που έχει φακό στη μία πλευρά, μέσα από τον οποίο βλέπει κάποιος σε μεγέθυνση διάφορες εναλλασσόμενες μέσα στο κιβώτιο εικόνες
4. θέα σε ανοιχτή μεγάλη έκταση, σε εκτεταμένο ορίζοντα
5. η συνολική άποψη ενός εκτεταμένου ωραίου τοπίου («το πανόραμα τού κόλπου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. panorama < παν-* + όραμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πανόραμα — Sp Panòrama Ap Πανόραμα/Panorama L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πανόραμα — το, ατος 1. εικόνα σε εσωτερικό που με κατάλληλο φωτισμό δίνει την εντύπωση πραγματικού τοπίου στο ύπαιθρο. 2. αυτό το ίδιο το οικοδόμημα. 3. θέα σε ανοιχτό ορίζοντα. 4. κάθε επιβλητικά όμορφο τοπίο: Η θέα των νησιών του Αιγαίου από το αεροπλάνο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Panorama, Thessaloniki — Infobox Greek Dimos name = Panorama name local = Πανόραμα image coa = periph = Central Macedonia prefec = Thessaloniki province = population = 14552 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 …   Wikipedia

  • Metropolregion Thessaloniki — Politische Karte der Präfektur Thessaloniki (mit Nummernindex) Die Metropolregion Thessaloniki ist ein Ballungsraum im Norden Griechenlands in der Region Zentralmakedonien. Nach der Metropolregion Attika, die Athen enthält, ist sie die… …   Deutsch Wikipedia

  • Thermi (Thessaloniki) — Politische Karte der Präfektur Thessaloniki (mit Nummernindex) Die Metropolregion Thessaloniki ist ein Ballungsraum im Norden Griechenlands in der Verwaltungsregion Zentralmakedonien. Nach der Metropolregion Attika, die Athen enthält, ist sie die …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”